- μηλικός
- η , ό[ν] , μήλινος, η, ον яблочный, из яблок
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μηλικός — ή, ό [μήλο] 1. αυτός που προέρχεται από μήλα 2. φρ. «μηλικό οξύ» χημ. άκυκλη οργανική ένωση, δικαρβονικό υδροοξύ, που εξάγεται από τους άγουρους καρπούς, όπως λ.χ. μήλα, σταφύλια, φραγκοστάφυλα κ.ά … Dictionary of Greek